Intersex (Ίντερσεξ)
Όρος-ομπρέλα ο οποίος αναφέρεται σε άτομα που τα βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου τους δεν ταιριάζουν στους τυπικούς δυαδικούς ορισμούς του “αρσενικού” και του “θηλυκού”. Στις ίντερσεξ καταστάσεις, τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του φύλου (χρωμοσώματα, εσωτερικά και εξωτερικά αναπαραγωγικά όργανα, γονάδες, ορμόνες) ή/και τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (εμμηνόρροια, στήθος, τριχοφυΐα, μήλο του Αδάμ, κατανομή μυϊκής μάζας και λίπους στο σώμα) μπορεί να είναι:
-αρσενικά και θηλυκά ταυτοχρονα
-όχι απολύτως αρσενικά / όχι απολύτως θηλυκά
-ούτε αρσενικά, ούτε θηλυκά
Ο όρος “ίντερσεξ” περιλαμβάνει λοιπόν ένα ευρύ φάσμα φυσικών σωματικών διαφοροποιήσεων οι οποίες αποτελούν υγιείς παραλλαγές του ανθρώπινου φύλου. Δεν αφορά την ταυτότητα φύλου, ούτε το σεξουαλικό προσανατολισμό. Τα ίντερσεξ άτομα μπορεί να προσδιορίζονται ως αρσενικά, θηλυκά ή μη δυαδικά και να έχουν οποιονδήποτε σεξουαλικό προσανατολισμό.
Στο παρελθόν, ένα ίντερσεξ άτομο μπορεί να χαρακτηρίζονταν ως “ερμαφρόδιτο”, όρος που σήμερα θεωρείται παρωχημένος και υποτιμητικός, ή ως “μεσοφυλικό” που αποτελεί ανακριβή μετάφραση του όρου ίντερσεξ. Η ορθή ελληνική μετάφραση είναι “διαφυλικό” άτομο, ωστόσο η χρήση του διεθνούς όρου έχει επικρατήσει.